θρομβίνη

θρομβίνη
Ένζυμο που ανήκει στην κατηγορία των πρωτεασών και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πήξης του αίματος. H θ. σχηματίζεται από την ανενεργή προθρομβίνη του ήπατος, που ενεργοποιείται με τη συνδυασμένη ενέργεια της θρομβοκινάσης του αίματος, του ενεργοποιημένου παράγοντα X και ιόντων ασβεστίου. Παρασκευάστηκε το 1972 σε κρυσταλλική μορφή από τον Αμερικανό επιστήμονα Ο. Σίγκερ. Από χημική άποψη συνιστά γλυκοπρωτεϊνη με μοριακό βάρος 38.000. Βασική λειτουργία της θ. είναι η μεταβολή του ινωδογόνου σε ινική κατά την πήξη του αίματος και γι’ αυτό χρησιμοποιείται στην ιατρική κατά των αιμορραγιών των τριχοειδών αγγείων.
* * *
η
χημ. ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή τού ινωδογόνου σε ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombin < thromb- (πρβλ. θρόμβ-ος) + -in].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θρομβίνη — η ένζυμο που προκαλεί την πήξη του αίματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προθρομβίνη — η, Ν (βιοχ.) σύμπλοκο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης τού πλάσματος τού αίματος και βασικός παράγοντας τού πηκτικού μηχανισμού του, το οποίο συντίθεται στο συκώτι με τη συνδρομή τής βιταμίνης Κ και το οποίο, από προθρομβινάση, μετατρέπεται σε θρομβίνη …   Dictionary of Greek

  • θρομβάση — η χημ. η θρομβίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombase < thromb (πρβλ. θρόμβ ος) + ase] …   Dictionary of Greek

  • θρομβινογόνο — το (βιοχ.) η προθρομβίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombinogen < thrombino (πρβλ. θρομβίνη) + gen (πρβλ. θ. γεν , γόνος < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • θρομβοκινάση — η (βιοχ.) φωσφορολιπίδιο τών ιστών, των αιμοπεταλίων και τών λευκών αιμοσφαιρίων το οποίο μετατρέπει την προθρομβίνη σε θρομβίνη, απαραίτητη προϋπόθεση για την πήξη τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombokinase < thrombo (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θρομβοπλαστίνη — Σύμπλοκο φωσφολιπιδίων και πρωτεϊνών, που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τραυματισμού των ιστών. Η θ. συνδυάζεται με τον παράγοντα VII και ιόντα Ca2+, για την ενεργοποίηση του παράγοντα X. Ο παράγοντας X, με τη σειρά του, σχηματίζει σύμπλοκο με… …   Dictionary of Greek

  • θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή …   Dictionary of Greek

  • ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… …   Dictionary of Greek

  • προθρομβινάση — η, Ν (βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο που υπεισέρχεται στη συγκόλληση τού αίματος για να σχηματίσει τη θρομβίνη από προθρομβίνη, αλλ. θρομβοκινάση ή ενεργός θρομβοπλαστίνη …   Dictionary of Greek

  • προκονβερτίνη — η, Ν (βιοχ.) ο πηκτικός παράγοντας τού πλάσματος τού αίματος, ο οποίος είναι αναγκαίος για τη μετατροπή τής προθρομβίνης σε θρομβίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”